- διέκδυσις
- διέκδυσιςmeans of escapefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διέκδυσις — διέκδυσις, η (AM) [διεκδύω] 1. μέσο διαφυγής 2. τέχνασμα, υπεκφυγή 3. φρ. «διέκδυσις μυών» ποντικότρυπα … Dictionary of Greek
διεκδύσεις — διέκδυσις means of escape fem nom/voc pl (attic epic) διέκδυσις means of escape fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκδυσιν — διέκδυσις means of escape fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκδύσεως — διεκδύσεω̆ς , διέκδυσις means of escape fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)